- Μυρτιάς
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 276 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελυμνίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μυρτίας — Μυρτίᾱς , Μυρτίη fem acc pl (doric) Μυρτίᾱς , Μυρτίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίας — μυρτίᾱς , μυρτία murta fem acc pl μυρτίᾱς , μυρτία murta fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρτιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 651 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νίκου Καζαντζάκη. 2. Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
ВВЕДЕНИЯ ВО ХРАМ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ МОНАСТЫРЬ — Собор Миртийского мон ря Собор Миртийского мон ря Успение Пресв. Богородицы. Роспись собора Миртийского мон ря. Кон. XII в. Фрагмент Успение Пресв. Богородицы. Роспись собора Миртийского мон ря. Кон. XII в. Фрагмент[греч. Εἰσοδίων Θεοτόκου], муж … Православная энциклопедия
Ελλώτια — Αρχαία γιορτή που διοργανωνόταν στην Κόρινθο, στη Γόρτυνα της Κρήτης και, ίσως, σε άλλες πόλεις. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, τα Ε. τελούνταν στην Κόρινθο προς τιμήν της Αθηνάς. Κατά τη μυθολογική παράδοση, η Ελλώτιδα και η Χρυσή, κόρες του βασιλιά… … Dictionary of Greek
αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… … Dictionary of Greek
απόκουρο — Παλαιότερη ονομασία της ορεινής περιοχής που βρίσκεται στα ΒΑ της λίμνης Τριχωνίδας, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο και το όρος Παναιτωλικό. Σήμερα ονομάζεται επίσημα Θέρμο (βλ. λ.). Ωστόσο, μελετητές της… … Dictionary of Greek
μούρσινος — μούρσινος, ίνη, ον (Α) πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τής μουριάς ή αυτός που έχει το χρώμα τής μυρτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρινος (< μόρον «μούρο») ή < μυρσίνη αντί μύρσινος (βλ. και λ. μούρτζινος)] … Dictionary of Greek
μυρτάς — μυρτάς, ἡ (Α) 1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος 2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά τής μυρτιάς, το μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. άς (πρβλ. μοιχ άς)] … Dictionary of Greek